Οι συνεντεύξεις είχαν αρχικά προγραμματιστεί να γίνουν δια ζώσης, με φυσική παρουσία των κυριών στην τάξη. Ωστόσο, μια σειρά από ατυχείς συγκυρίες, οι οποίες δεν αφορούσαν εμάς, κατέστησαν αδύνατη τη φυσική επαφή. Έτσι, η ομάδα κατάρτισε ένα μικρό ερωτηματολόγιο συνέντευξης, με βάση το οποίο οι κυρίες μας έδωσαν τις απαντήσεις τους. Οι ερωτήσεις αυτές είχαν να κάνουν με τις συνθήκες στη χώρα καταγωγής, με τα συναισθήματα και τον τρόπο υποδοχής τους στην Ελλάδα, με τη συμπεριφορά των ομοεθνών τους σε άλλους μετανάστες και με την τωρινή τους κατάσταση στη χώρα μας. Αφού τις σχολιάσαμε, συνοψίσαμε τις απαντήσεις τους στα εξής:
Η κυρία ΜΒ γεννήθηκε στη Γερμανία και ήρθε στην Ελλάδα πριν από 25 χρόνια. Μας είπε ότι το γερμανικό κράτος είναι καλύτερα οργανωμένο από το ελληνικό και ότι στη Γερμανία κάθε μετανάστης ή πρόσφυγας μπορεί να βρει δουλειά, αρκεί πρώτα να έχει καταγραφεί από το Δημόσιο. Τα γερμανικά σχολεία δέχονται παιδιά άλλων εθνοτήτων και θρησκειών και, μολονότι, η ίδια στο δικό της σχολείο δεν θυμάται εκδηλώσεις ένταξης των μαθητών, αρκετά διοργανώνουν τέτοιες. Κάποιες φορές τον λόγο έχουν οι κοινότητες. Στη δική της πόλη η ελληνική κοινότητα ήταν πολυπληθής και λειτουργούσε ελληνικό σχολείο. Όπως της έλεγαν Έλληνες φίλοι της, το γερμανικό κράτος δεν τους αποτρέπει, αλλά δεν τους ενθαρρύνει να φοιτήσουν στα ελληνικά σχολεία για να προτιμούν τα γερμανικά. Στην Ελλάδα, οι κάτοικοι τη δέχτηκαν με αγάπη, μολονότι τον τελευταίο καιρό τα… ακούει λίγο για την κυβέρνησή της. Αγαπάει την πατρίδα της, αλλά η ζωή της εδώ είναι πλέον τέτοια, που δεν της επιτρέπει να σχεδιάζει την επιστροφή της στη Γερμανία. Τονίζει βέβαια ότι οι Έλληνες βρίσκουν κάπως βαριά την κουζίνα της.
Η κυρία ΕΚ γεννήθηκε στην Ελλάδα και ζει μόνιμα στην Ελβετία. Πήγε εκεί για σπουδές και έμεινε μέχρι να βρει δουλειά, καθώς στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Της λείπει η Ελλάδα. Στην Ελβετία δεν υπάρχει οικονομική κρίση και το κράτος φροντίζει καλά τους κατοίκους του. Οι λίγοι ξένοι γίνονται δεκτοί με σεβασμό αλλά οι νόμοι είναι εξαιρετικά αυστηροί. Η ΕΚ δυσκολεύτηκε να βρει κατοικία, καθώς δεν υπήρχε κανείς να εγγυηθεί γι’ αυτήν. Όταν τα κατάφερε, η σπιτονοικοκυρά της έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τους Έλληνες και την κουλτούρα τους και τώρα κάνουν παρέα και συζητούν για τις ελληνικές συνήθειες. Η ένταξή της στην τοπική κοινωνία ήταν σχετικά εύκολη, σε σύγκριση με φίλους της σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίοι, όπως λέει, συνάντησαν δυσκολίες στην εύρεση εργασίας και ήταν άτυχοι ακόμη και από Έλληνες.