Τ.Λ.
Γνώρισε μέσα από κοινή παρέα τον άντρα της στο Ιάσιο της Ρουμανίας, απ’ όπου και κατάγεται. Αποφάσισε να δεχτεί να έρθει να μείνει στην Ελλάδα γιατί ήθελε να γνωρίσει και άλλη χώρα. Με ρίσκο γιατί δεν ήξερε τι θα συναντήσει σε ένα μέρος άγνωστο. Έτσι, ήρθε στην Ελλάδα το Πάσχα του 2002. Ένιωσε παράξενα όταν κατέβηκε από το λεωφορείο στην Αθήνα. Στη διαδρομή για το χωριό τής έκαναν εντύπωση τα πολλά βουνά και η μεγάλη απόσταση του χωριού από τις μεγάλες πόλεις. Πριν έρθει στην Ελλάδα είχε δάσκαλο για τρεις μήνες στη Ρουμανία για να μάθει τα ελληνικά. Οπότε, όταν ήρθε ήξερε τα βασικά. Και ο άντρας της ξέρει λίγα ρουμανικά οπότε μπορούσαν να επικοινωνήσουν άνετα. Στη συνέχεια έμαθε μόνη της τα ελληνικά μέσα από την καθημερινή ζωή και παρακολουθώντας τηλεόραση. Αρχικά στο χωριό την κοίταζαν με περιέργεια, ένας της είπε ότι έχει διαφορετικό αίμα. Αλλά με τον καιρό τη γνώρισαν κι έτσι έκανε φιλίες. Πρώτα μαγείρευε μόνο ρουμανικά φαγητά και δεν της άρεσε το πολύ κρέας που τρώνε στο χωριό. Της αρέσει όμως το ζεστό κλίμα της Ελλάδας και η θάλασσα που βρίσκεται κοντά. Δε θα ήθελε να επιστρέψει μόνιμα στη Ρουμανία διότι νιώθει την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα της. Ταξιδεύει κάθε δύο – τρία χρόνια για να επισκεφθεί τους δικούς της. Πλέον μπορεί να μιλήσει καλύτερα τα ελληνικά απ΄ ό,τι τα ρουμανικά. Αν ερχόταν στο χωριό κάποιος ή κάποια από άλλη χώρα θα τον/την βοηθούσε με χαρά γιατί μπορεί να μπει στη θέση του και να καταλάβει τι νιώθει. Έθιμα της Ρουμανίας που της λείπουν είναι τα κάλαντα των Χριστουγέννων που τα λένε το βράδυ. Της λείπουν οι βόλτες στα πάρκα του Ιάσιου, οι κινηματογράφοι και τα θέατρα και το διάβασμα βιβλίων. Μέσω τηλεφώνου έχει επαφές με φίλους και συγγενείς της. Έχει φιλοξενήσει στην Ελλάδα τον αδερφό της. Θα ήθελε να δουλεύει ως ξεναγός σε εκδρομές Ελλάδα – Ρουμανία και να παρουσιάζει κι άλλες πτυχές της Ρουμανίας που δεν είναι γνωστές στον περισσότερο κόσμο. Όπως είπε η Ρουμανία έχει αναπτυχθεί πάρα πολύ πλέον. Θα ήθελε να μάθει ιταλικά και ισπανικά.