Important definitions to know about tradition

  • What is dance about you....

     

    Tradition:  is a belief or behavior passed down within a group or society with symbolic meaning or special significance with origins in the past.

    Παράδοση:  ό,τι αναπτύσσεται ιστορικά και μεταδίδεται (στα πλαίσια μιας ομάδας, κοινωνίας κτλ.) από γενιά σε γενιά σε σχέση με συμπεριφορές, αντιλήψεις, ιδέες, έθιμα, δραστηριότητες, πρακτικές κτλ. Παλιά / αρχαία / μακραίωνη / αξιόλογη / λαϊκή / δημοκρατική ~. Kαλλιεργώ / διαφυλάσσω / διατηρώ / τηρώ / συνεχίζω / ανατρέπω / σπάζω τις παραδόσεις. Mένω πιστός / σταθερός στις παραδόσεις. Οικογενειακές / εθνικές παραδόσεις. Οι σημερινοί τεχνίτες προσπαθούν να συνεχίσουν την παμπάλαια ελληνική ~ στην κατασκευή κοσμημάτων. || ιστορική συνέχεια, επανάληψη που δημιουργεί καθεστώς.

     

     

    Civilization: an advanced state of human society, in which a high level of culture, science, industry, and government has been reached.

    Πολιτισμός: το σύνολο των υλικών, πνευματικών, τεχνικών επιτευγμάτων και επιδόσεων, που είναι αποτέλεσμα των δημιουργικών δυνάμεων και των ικανοτήτων του ανθρώπου και που εκφράζεται ιστορικά στους τύπους και στις μορφές οργάνωσης και δράσης της κοινωνίας καθώς και στη δημιουργία (υλικών και πνευματικών) αξιών: H γέννηση / δημιουργία / πρόοδος / εξέλιξη / άνθηση / ακμή / κρίση / παρακμή / καταστροφή του πολιτισμού. Ανώτερου / κατώτερο επίπεδο πολιτισμού. Ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ένας ενδεχόμενος πυρηνικός πόλεμος είναι απειλή για τον πολιτισμό του πλανήτη μας

     

    Folk civilization / art:

     people as the carriers of culture, especially asrepresenting the composite of social mores, customs, forms ofbehavior, etc., in a society.

    Λαϊκός πολιτισμός / τέχνη: που ανήκει, αναφέρεται, απευθύνεται στο λαό3, που προέρχεται από αυτόν, τον εκφράζει ή είναι δημιούργημά του: Λαϊκή τέχνη / μουσική / δημιουργία / κουλτούρα / σοφία. Λαϊκό τραγούδι / καθεστώς. ~ χορός. Λαϊκά αιτήματα. Λαϊκές διεκδικήσεις. Λαϊκοί θεσμοί

    Custom:
    1. A habitual practice; the usual way of acting in given circumstances.

    2. Habits or usages collectively; convention.

    3. A practice so long established that it has the force of law.

    4. Such practices collectively.

    • Traditional dance: Dances are usually held at folk dance gatherings or social functions by people with little or no professional training, often to traditional music.
    • Dances not generally designed for public performance or the stage, though they may later be arranged and set for stage performances.
    • Execution dominated by an inherited tradition from various international cultures rather than innovation (though folk traditions change over time).
    • New dancers often learn informally by observing others and/or receiving help from others.

     

     

    Έθιμο: κάθε εκδήλωση της κοινωνικής ζωής που διατηρείται και επιβάλλεται από τη συνήθεια και την παράδοση· (πρβ. παράδοση, συνήθεια): Πατροπαράδοτο / αρχαίο / παλιό / εθνικό / ελληνικό / πανελλήνιο / τοπικό / νησιώτικο / αγροτικό ~. Θρησκευτικό / χριστιανικό / ειδωλολατρικό / λατρευτικό ~. Xριστουγεννιάτικο / πασχαλινό ~. Bάρβαρο / πρωτόγονο ~. Tα έθιμα του γάμου. Tα ήθη και τα έθιμα ενός λαού. H αναβίωση ενός παλιού, ξεχασμένου εθίμου. Έχω / κρατώ / τηρώ / ακολουθώ ένα ~. Κρατούσε με θρησκευτική ευλάβεια τα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας του.

     

    Intercultural: Of, relating to, involving, or representing different cultures: an intercultural marriage

     

     

    Διαπολιτισμικός:  που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερους πολιτισμούς: Διαπολιτισμικές σχέσεις / εκδηλώσεις.

     

    folk dance: a dance that originates as ritual among and is characteristic of the common people of a country and that is transmitted from generation to generation with increasing secularization —distinguished from court dance

     

    φολκλορικός χορός: που αναφέρεται, που αφορά ή που βασίζεται στο φολκλόρ: Φολκλορικά στοιχεία στη μουσική. Φολκλορική βραδιάΦολκλορικά μπαλέτα / τραγούδια.

     

     

    Traditional dancing: can be another term for folk dance, or sometimes even for ceremonial dance. The term ‘Traditional’ is more frequently used when the emphasis is on the cultural roots of the dance. A Traditional dance will therefore have arisen from a people’s cultural traditions, for example, the folk dances of indigenous populations of Europe. However, dances that have a ritual origin or purpose are not usually considered to be Traditional dances. These are known as ‘Religious dances’ instead.

    Traditional dancing is generally more of a social activity rather than competitive, but it is normally choreographed. Depending on the dance type itself, Traditional dancing can be either partnered or solo, and are mainly danced in formation.

     

    Παραδοσιακός χορός: που ανήκει, που αναφέρεται στην παράδοση ή που γίνεται σύμφωνα με αυτήν· (πρβ. πατροπαράδοτος). ANT σύγχρονος, μοντέρνος: Παραδοσιακή μαγειρική / κουζίνα. ~ γάμος / οικισμός.

     

     

     

     

    Μαρίνα Χατζηγιαννάκη

    Τάξη Α7