Topics of the Philosophical Youth Conference (Greek)

  • ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ[1]

    (1ο ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΛ ΑΘΗΝΩΝ - ΕΛΛΗΝ. ΤΜΗΜΑ ΕΥΡΩΠ. ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΛΟΥΞ. ΙΙ)

    ΘΕΜΑ 1:

    Πληροφοριακό υλικό για τη ζωή του Αριστοτέλη ως μαθητή στην Ακαδημία του Πλάτωνα και ως δασκάλου στη Μακεδονία και το Λύκειο [οποιαδήποτε πηγή έντυπη ή ψηφιακή]:

    https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/683/1/00.%209965_master_document.pdf

    Ο Αριστοτέλης έζησε ουσιαστικά στην Αθήνα ως ξένος, καθώς ήταν μέτοικος. Πώς είναι να ζεις ως ξένος, χωρίς πολιτικά δικαιώματα σε μια πόλη, σε ένα κράτος;

    Επεξηγήσεις:

    Στηριζόμαστε, για την απάντηση αυτή, στο εγχειρίδιο του Βασίλη Κάλφα, όπου διαβάζουμε το κεφάλαιο 1.5. για τη «Ζωή του Αριστοτέλη». Εκεί αναφέρεται ότι ο Αριστοτέλης (καθώς δεν ήταν Αθηναίος αλλά Μακεδόνας) «Στην Αθήνα ο Αριστοτέλης παρέμεινε πάντοτε ένας ξένος, στενά συνδεδεμένος στα μάτια του κόσμου με την αυλή των Μακεδόνων, οπότε ήταν φυσικό να αποτελέσει στόχο της αντιμακεδονικής παράταξης. Ουδέποτε απέκτησε πολιτικά δικαιώματα, ακόμη κι όταν η φήμη του εδραιώθηκε τόσο ώστε να του ανατεθεί, σε συνεργασία με τον μαθητή του Καλλισθένη, η καταγραφή των νικητών των Πυθικών αγώνων στο μαντείο των Δελφών […] και γι αυτό «αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα, ανάλογα με τις τροπές που πήρε η πολιτική αντιπαράθεση στην πόλη».

    Τα προβλήματα επιβίωσης που είχε στην Αθήνα διαπιστώνονται και από την αναφορά στο εγχειρίδιο που λέει ότι: «Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.X., κατά τις ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα, η ζωή του Αριστοτέλη απειλήθηκε σοβαρά, οπότε αναγκάστηκε να καταφύγει στην Χαλκίδα. Λέγεται ότι διατυπώθηκε εναντίον του κατηγορία για ασέβεια, και ότι φεύγοντας είπε ότι δεν θα επιτρέψει στους Αθηναίους να κάνουν δυο φορές το ίδιο έγκλημα κατά της φιλοσοφίας (Αιλιανός, Ποικίλη ιστορία ΙΙΙ 36) – εννοώντας φυσικά την καταδίκη και τον θάνατο του Σωκράτη».

    Επομένως, στην μάλλον προβληματική παρουσία του Αριστοτέλη στην Αθήνα συνετέλεσαν η «ξενική» του καταγωγή, σε συνδυασμό ωστόσο με τις γενικότερες διαφοροποιήσεις του τόσο από τη φιλοσοφία του Πλάτωνα όσο και από τις ιδέες της παράταξης των δημοκρατικών που κυβερνούσαν την Αθήνα.

    Σε αρκετά πάντως σημεία του έργου του, όπως στα Πολιτικά, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι οι μέτοικοι, όπως και οι δούλοι, δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, και δεν μπορούν να θεωρηθούν πολίτες. Σε αυτό το σημείο οι απόψεις του για του μέτοικους δεν διαφέρουν πολύ από τη γενικότερη πεποίθηση που ήταν κυρίαρχη στην κλασική Αθήνα: ότι μέτοικοι και δούλοι δεν μπορούν  να εξισωθούν με τους άλλους πολίτες. Σημειώνεται εδώ ότι: με βάση το νόμο του Περικλή (451 π.Χ.), βασική προϋπόθεση για την ιδιότητα του πολίτη αποτελούσε η αθηναϊκή καταγωγή και από τους δύο γονείς. Η ανεξέλεγκτη αύξηση του αριθμού των πολιτών έθετε το πολίτευμα σε κίνδυνο, καθώς αρχή της δημοκρατίας ήταν η άμεση συμμετοχή όλων των πολιτών.

    Για τον μέτοικο στην Αρχαία Αθήνα δείτε εδώ:

    1. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AD%CF%84%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%82
    2. http://www.ime.gr/chronos/05/gr/society/metoikoi_intro.html
    3. http://foundation.parliament.gr/VoulhFoundation/VoulhFoundationPortal/images/site_content/voulhFoundation/file/Ekpaideytika%20New/democracy/1_7democracy.pdf

    Με βάση αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να προβληματιστούμε για τη σημερινή θέση των ξένων (μετοίκων) στον δυτικό κόσμο. Πόσο οι δημοκρατίες της Δύσης υποστηρίζουν τα δικαιώματα των ξένων; Είναι όλοι οι ξένοι ίδιοι; Ποιοι είναι οι λόγοι που υποχρεώνουν τις δυτικές κοινωνίες να αποκλείουν τους ξένους από την παροχή στοιχειωδών δικαιωμάτων; Πώς αισθανόμαστε εμείς για την κατάσταση που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη με τους μετανάστες ή τους πρόσφυγες; το βιογραφικό μας, η καταγωγή μας, η ιδεολογία μας επηρεάζει τη στάση μας απέναντι σε αυτούς;

    Μπορούμε, συμμετέχοντας στις συζητήσεις, να πούμε αρκετά πράγματα γι’ αυτό το πρόβλημα (ελεύθερα πάντοτε).

    ΘΕΜΑ 2:

    Από την παράδοση προέρχεται η εξής συμβουλή που έδωσε ο Αριστοτέλης ως δάσκαλος στον Μ. Αλέξανδρο: «Στους Έλληνες να φέρεσαι σαν αρχηγός τους, στους βαρβάρους όμως σαν αφέντης τους· τους πρώτους (τους Έλληνες) να τους νοιάζεσαι σαν φίλους και συγγενείς σου· τους δεύτερους (τους βαρβάρους), όπως φροντίζει κάποιος ζώα ή φυτά» (Πλούταρχος: Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, Α΄6). Λαμβάνοντας υπόψη σας σύγχρονα, ή παρελθοντικά, στερεότυπα και προκαταλήψεις, συζητήστε πώς θα έπρεπε, ή πώς δεν θα έπρεπε, να υποδεχόμαστε και να αποδεχόμαστε πληθυσμούς από διαφορετικές χώρες και με «άλλη» κουλτούρα;

    Επεξηγήσεις:

    Για την απάντηση αυτή, αφορμή μας είναι η αναφορά του Β. Κάλφα στο εγχειρίδιό του για τη ζωή του Αριστοτέλη, που λέει τα εξής: «O Αριστοτέλης δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται από τις εξελίξεις αυτές, ούτε από το νέο μοντέλο διακυβέρνησης που εγκαινίασε ο Μέγας Αλέξανδρος μετά τις κατακτήσεις του, επιδιώκοντας τη μόνιμη συνύπαρξη Ελλήνων και «βαρβάρων» κάτω από το ίδιο νομικό και πολιτικό πλαίσιο. Κατά τη δική του γνώμη, η φύση των Ελλήνων ήταν ριζικά διαφορετική από τη φύση των άλλων ανατολικών λαών, οπότε και η αντίθεση ανάμεσα στους ελληνικούς πολιτικούς θεσμούς και την ανατολική δεσποτεία παρέμενε ασυμφιλίωτη. Μάλιστα παραδίδεται ότι η συμβουλή που έδωσε στον Αλέξανδρο ήταν η εξής: «Στους Έλληνες να φέρεσαι σαν αρχηγός, στους βαρβάρους όμως σαν αφέντης. Τους πρώτους να τους νοιάζεσαι σαν φίλους και συγγενείς σου, τους άλλους όπως δίνει κανείς τροφή σε ζώα ή φυτά» (απόσπ. 658, Rose).

    Αυτό σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης διαφωνούσε με το εγχείρημα του Μ. Αλεξάνδρου να συνενώσει όλους τους Ανατολικούς λαούς υπό μία εξουσία, επειδή ο ίδιος πίστευε στο κυρίαρχο ιδεολόγημα «πας μη Έλλην βάρβαρος». Η πίστη αυτή έγινε ισχυρή στην κλασική τουλάχιστον Αθήνα, μετά κυρίως τους Περσικούς πολέμους. Την αντίληψη αυτή φαίνεται ότι υιοθετεί ο Αριστοτέλης στο προηγούμενο χωρίο.

    Με βάση τα δεδομένα αυτά και προεκτείνοντας το Πρώτο Θέμα, καλούμαστε να τοποθετηθούμε εμείς για το αν και πώς υπάρχουν στον σύγχρονο κόσμο παρόμοιες, λίγο πολύ, προκαταταλήψεις απέναντι σε «ανώτερους» πολιτισμούς, κράτη και ανθρώπους και σε «βάρβαρους» / «κατώτερους», οι οποίοι θεωρείται αναγκαίο, και σχεδόν «φυσικό», να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Πρέπει να μπορούμε να εξονομάσουμε σύγχρονες μορφές διάκρισης «ανώτερων» και «κατώτερων» πολιτισμών αλλά και ανθρώπων διαφορετικών από εμάς ως προς ποικίλα χαρακτηριστικά (εθνότητας, φύλου, κοινωνικής θέσης, κτλ). Πώς είναι δυνατόν να μειωθεί ή να διαγραφεί το φαινόμενο αυτό;

    ΘΕΜΑ 3:

    ΚΕΙΜΕΝΟ Ι. ο άνθρωπος: ζῷον πολιτικὸν (Αρ. Πολ., 1.1252b 25 - 1253a 5)

    Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια· συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή (εὖ ζῆν). Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως (φύσει ἔστιν), όπως ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία; Επίσης: ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο (καὶ τέλος καὶ βέλτιστον).

    Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως και ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πόλη (ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον)· ο δίχως πόλη άνθρωπος (θέλω να πω: ο εκ φύσεως δίχως πόλη άνθρωπος, όχι ο δίχως πόλη από κάποια τυχαία συγκυρία) ή είναι άνθρωπος κατώτερης ποιότητας ή είναι ένα ον ανώτερο από τον άνθρωπο· είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος τον στόλισε με τους χαρακτηρισμούς «άνθρωπος δίχως σόι, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό» (ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιος)· αυτός ο άνθρωπος, ο δίχως πόλη από τη φύση του, είναι –την ίδια στιγμή– και άνθρωπος που παθιάζεται με τον πόλεμο: είναι σαν ένα απομονωμένο πιόνι στο παιχνίδι των πεσσών.

    ΚΕΙΜΕΝΟ II. πολίτης: ὁ μετέχων κρίσεως καὶ ἀρχῆς (Αρ. Πολ., 3.1275a 5 - 3.1275b 15)

    Ο πολίτης δεν είναι πολίτης με κριτήριο το ότι είναι εγκατεστημένος σε έναν συγκεκριμένο τόπο (γιατί και μέτοικοι και δούλοι μοιράζονται με τους πολίτες έναν κοινό τόπο), ούτε είναι πολίτες αυτοί που (από όλα τα πολιτικά δικαιώματα) έχουν μόνο το δικαίωμα να εμφανίζονται στο δικαστήριο και ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες (γιατί το δικαίωμα αυτό το έχουν και όσοι μοιράζονται (έναν τόπο) χάρη σε ειδικές συμφωνίες)· […] Με την ακριβέστερη σημασία της λέξης με τίποτε άλλο δεν ορίζεται τόσο ο πολίτης παρά με τη συμμετοχή του στις δικαστικές λειτουργίες και στα αξιώματα (ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς) […] Τι είναι λοιπόν ο πολίτης, από αυτά γίνεται φανερό· σε όποιον δηλαδή υπάρχει η δυνατότητα να μετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία (ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς ἢ κριτικῆς) λέμε ότι είναι πια πολίτης της συγκεκριμένης πόλης και πόλη από την άλλη είναι, για να το πούμε γενικά, το σύνολο από τέτοια άτομα, που είναι αρκετό για την εξασφάλιση της αυτάρκειας στη ζωή τους.

    Κατά τον Αριστοτέλη ο «πολίτης», ως εκ φύσεως πολιτικό ζώο, μετέχει στην άσκηση της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας. Α) Στις σημερινές συνθήκες ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σημασία της συμμετοχής του σύγχρονου ανθρώπου στα «κοινά, στην πολιτική ζωή; Β) Πόσο σημαντική θεωρείτε τη συμμετοχή αυτή για τη λειτουργία της δημοκρατίας;

    Επεξηγήσεις:

    Στο ΚΕΙΜΕΝΟ Ι ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η πόλις-κράτος της εποχής του υπάρχει εκ φύσεως, στον βαθμό που υφίσταται ως φυσιολογική εξέλιξη και σκοπός («τέλος») προηγούμενων κοινωνικών σχηματισμών (όπως ο οίκος, η κώμη, κτλ). Μια τέτοια, λέει πόλη, είναι «τέλεια», δηλαδή έχει εκπληρώσει τον σκοπό της, όταν είναι «αυτάρκης» (διαθέτει, δηλ., όλα τα απαραίτητα αγαθά για τους πολίτες της, χωρίς να έχει ανάγκη την οποιαδήποτε εξάρτηση από άλλες πόλεις). Και μια αυτάρκης πόλη υπάρχει με σκοπό να εξασφαλίζει στους πολίτες της την ποιότητα ζωής (το ευ ζην). Εφόσον η πόλη είναι φυσικός σχηματισμός, ο πολίτης (μέρος της πόλης) είναι από τη φύση του και αυτός πολιτικό ζώο. Δηλαδή, ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι δεν νοείται ή έννοια του πολίτη ανθρώπου έξω από την πόλη. Γι’ αυτό και παραθέτει τα αρνητικά χαρακτηριστικά του «απολίτικου» ανθρώπου από τον Όμηρο.

    Στο ΚΕΙΜΕΝΟ ΙΙ ο Αριστοτέλης ορίζει τώρα πιο συγκεκριμένα ποιος άνθρωπος εννοείται ως πολίτης. Για να είναι λοιπόν κάποιος πολίτης, πρέπει να συμμετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία. Γνωρίζουμε ότι στην κλασική Αθήνα συνέβαιναν και τα δύο. Οι αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν ενεργά τόσο στα πολιτικά/συμβουλευτικά σώματα, όπως ήταν η Εκκλησία του Δήμου, όσο και στα δικαστικά, όπως ήταν το δικαστήριο της Ηλιαίας.

    Με βάση τα δεδομένα αυτά, ερωτώμαστε αν πιστεύουμε ότι σήμερα είναι αναγκαία η συμμετοχή των ανθρώπων στα δημόσια, τα κοινά. Τι μας λέει η σύγχρονη πραγματικότητα; Οι άνθρωποι, κυρίως οι νέοι, συμμετέχουν ή απέχουν από την πολιτική; Αν απέχουν, για ποιους λόγους το κάνουν αυτό; ποια μέτρα ενεδεχομένως οφείλουν οι σύγχρονες δημοκρατίες να πάρουν, ώστε να ενισχύσουν τη συμμετοχή των νέων ανθρώπων στην πολιτική; Και γιατί η συμμετοχή στην πολιτική είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη λειτουργία της δημοκρατίας;

    ΘΕΜΑ 4:

    ΚΕΙΜΕΝΟ ΙΙΙ. ο δούλος: κτῆμά τι ἔμψυχον (Αρ. Πολ., 1.1253 b30 - 1254 α5)

    Αφού λοιπόν το να αποκτήσει κανείς κάτι είναι μέρος από τα αναγκαία πράγματα του σπιτιού, γι’ αυτό και η τέχνη να το αποκτήσει είναι μέρος της οικιακής οικονομίας (γιατί χωρίς απαραίτητα μέσα) για τη ζωή δεν μπορεί κανείς ούτε να ευτυχήσει ούτε να ζήσει απλά και καθώς για ορισμένες τέχνες είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσει κανείς κατάλληλα εργαλεία, έτσι είναι ανάγκη και για την οικιακή οικονομία να υπάρχουν τα κατάλληλα όργανα για να ολοκληρωθεί το έργο.

    Και από τα όργανα αυτά, άλλα είναι άψυχα και άλλα έμψυχα, όπως π.χ. για τον καπετάνιο του πλοίου το πηδάλιο είναι άψυχο όργανο, ενώ ο ναύτης είναι το έμψυχο όργανο. Γιατί ο άνθρωπος που προσφέρει τις υπηρεσίες του είναι είδος εργαλείου στην τεχνική. Έτσι, λοιπόν, και στην τέχνη της οικιακής οικονομίας το κτήμα (δηλαδή ένα οποιοδήποτε υλικό μέσο) είναι όργανο για να ζήσει κανείς, και τα υλικά αγαθά (δηλαδή ο πλούτος) δεν είναι τίποτε άλλο από πολλά τέτοια όργανα, και ο δούλος είναι ένα ζωντανό κτήμα (καὶ ὁ δοῦλος κτῆμά τι ἔμψυχον). Με τη διαφορά ότι ο κάθε υπηρέτης είναι πιο σπουδαίος από τα άψυχα όργανα.

    Γιατί, αν κάθε όργανο είχε την ικανότητα να αποτελειώνει την ορισμένη του δουλειά, είτε ύστερα από διαταγή που του δίνεται, είτε από κάποια δική του αυθόρμητη διάθεση, όπως λένε ότι γινόταν με τα ανδρείκελα του Δαίδαλου ή τους τρίποδες του Ήφαιστου, για τους οποίους λέει ο Όμηρος ότι έκαναν αυτόματα τις δουλειές τους στο εργαστήρι του θεού, και έτσι, με τον ίδιο τρόπο, αν είχαν και οι σαΐτες στα υφαντήρια την ιδιότητα να υφαίνουν μόνες τους, και τα πλήκτρα να παίζουν μόνα τους την κιθάρα, τότε οι αρχιτεχνίτες δεν θα χρειάζονταν εργάτες ούτε και τα αφεντικά θα χρειάζονταν δούλους...»

    Ο Αριστοτέλης, λαμβάνοντας υπόψη του τα δεδομένα της εποχής του, χαρακτηρίζει τους δούλους «κτήματα έμψυχα» και τους θεωρεί απαραίτητα εργαλεία της παραγωγικής διαδικασίας. Α) Ποια είναι η δική σας άποψη για την άποψη αυτή του Αριστοτέλη; Β) Συζητήστε τις μορφές δουλείας που υπάρχουν σήμερα, καθώς επίσης τα σχετικά ηθικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα που δημιουργούνται.

    Επεξηγήσεις:

    Ο Αριστοτέλης, όπως και άλλοι θεωρητικοί της εποχής του, θεωρεί ότι ο δούλος είναι εργαλείο χρήσιμο για την παραγωγική διαδικασία. Ο δούλος, κατ’ επέκταση, δεν έχει πολιτικά δικαιώματα. Λέει, επίσης, ο Αριστοτέλης ότι, αν οι κοινωνίες λειτουργούσαν με αυτόματα εργαλεία, δεν θα χρειαζόταν η σχέση αφέντη και δούλου. Είναι αναμενόμενο ότι εδώ ο Αριστοτέλης αναπαράγει ιδέες της εποχής του, τις οποίες δεν μπόρεσε να υπερβεί. Σήμερα, όμως, υποτίθεται ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Πιστεύουμε ότι μορφές υποδούλωσης, παρά ταύτα, των ανθρώπων επιβιώνουν και σήμερα; ποιες είναι αυτές οι μορφές και τι αποτελέσματα δημιουργούν; Είναι δυνατόν να φανταστούμε μια κοινωνία χωρίς μορφές εξάρτησης και υποδούλωσης των ανθρώπων;

    ΘΕΜΑ 5:

    ΚΕΙΜΕΝΟ V. Είδη δημοκρατίας (Αρ. Πολ., 4.1291b 30 - 4.1292a)

    Πρώτο είδος δημοκρατίας είναι αυτή που παίρνει το όνομά της από την όσο γίνεται πιο πιστή εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Η ισότητα, σύμφωνα με τον νόμο αυτής της δημοκρατίας, συνίσταται στο ότι οι φτωχοί δεν έχουν περισσότερα δικαιώματα και προνόμια από τους πλούσιους· σε καμιά περίπτωση οι δύο αυτές ομάδες δεν είναι κυρίαρχες η μια της άλλης: και οι δύο είναι όμοιες. Γιατί αν είναι αλήθεια αυτό που υποστηρίζουν μερικοί, πως η ελευθερία και η ισότητα υπάρχουν κατά κύριο λόγο στη δημοκρατία, αυτό θα ήταν έτσι στον μέγιστο δυνατό βαθμό εκεί όπου οι πολίτες –δίχως καμιά εξαίρεση– συμμετέχουν με τον ίδιο τρόπο στη διακυβέρνηση. Από τη στιγμή που ο λαός (ο δῆμος) είναι η πλειοψηφία και οι αποφάσεις της πλειοψηφίας είναι αυτό που τελικά επικρατεί, το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατία. Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο είδος δημοκρατίας.

    Ένα δεύτερο είδος είναι αυτό στο οποίο οι πολίτες καταλαμβάνουν τα αξιώματα με κριτήριο την περιουσία τους, εν πάση περιπτώσει χαμηλή· ο κανόνας είναι: όποιος αποκτά τα προβλεπόμενα οικονομικά μέσα, αποκτά το δικαίωμα να καταλαμβάνει αξιώματα· αν τα χάσει, χάνει αυτό το δικαίωμα.

    Μια τρίτη μορφή δημοκρατίας είναι αυτή στην οποία μπορούν να καταλαμβάνουν αξιώματα όλοι οι πολίτες που δεν έχουν κάποιο κώλυμα (αν είναι, λ.χ., υπόλογοι για κάτι), η υπέρτατη όμως αρχή είναι ο νόμος.

    Μια άλλη μορφή είναι αυτή στην οποία μπορούν όλοι να καταλαμβάνουν αξιώματα αρκεί να είναι πολίτες, η υπέρτατη όμως αρχή είναι ο νόμος.

    Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, αναφέρεται στα είδη της Δημοκρατίας και εντοπίζει κάποια βασικά χαρακτηριστικά της. Α) Συζητήστε κατά πόσο οι απόψεις του αυτές μπορούν να εφαρμοστούν στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες. Β) Ποια θεωρείτε εσείς ότι είναι τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της δημοκρατίας, σε αντίθεση με αυτά των λαϊκίστικων και αυταρχικών καθεστώτων; Γ) Ποια νομίζετε ότι είναι, από θεωρητική και πρακτική άποψη, τα δυνατά και τα αδύνατα στοιχεία των δημοκρατικών καθεστώτων;

    Επεξηγήσεις:

    Ο Αριστοτέλης παραθέτει διάφορα χαρακτηριστικά των πολιτευμάτων, που στην εποχή του θα μπορούσαν να θεωρηθούν δημοκρατικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι, λ.χ., η ελευθερία και ισότητα των πολιτών, ο νόμος, η περιουσία, κτλ. Σήμερα αναρωτιόμαστε ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που εφαρμόζουν οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες και υπάρχουν και στον Αριστοτέλη. Ποια χαρακτηριστικά εμείς θεωρούμε ότι είναι πιο σπουδαία και σημαντικά; Μήπως υπάρχουν χαρακτηριστικά σήμερα που δεν τα αναφέρει ή δεν μπορούσε να τα προβλέψει ο Αριστοτέλης; Πώς διακρίνουμε σήμερα ένα δημοκρατικό καθεστώς από ένα αυταρχικό, συγκεντρωτικό; Μήπως στη δημοκρατία, έτσι όπως τη ζούμε σήμερα, υπάρχουν κάποιες αδυναμίες; Μπορούν και πώς αυτές να διορθωθούν; Διαπραγματεύομαστε τα ερωτήματα αυτά ελεύθερα.

    ΘΕΜΑ 6:

    ΚΕΙΜΕΝΟ VI. Παιδεία και εκπαίδευση (Αρ. Πολ., 8.1337a - 1337b)

    Ότι πρέπει, λοιπόν, να θεσπίσουμε νόμους για την παιδεία και ότι αυτήν πρέπει να την κάνουμε ίδια για όλους (ή: να έχει δημόσιο χαρακτήρα), είναι φανερό· ποιος λοιπόν θα πρέπει να είναι ο χαρακτήρας αυτής της παιδείας και με ποιον τρόπο πρέπει αυτή να παρέχεται, αυτά είναι ανάγκη να μη διαφύγουν της προσοχής μας.

    Γιατί σήμερα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Πράγματι, δεν έχουν όλοι τη γνώμη ότι πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι τα ίδια, ούτε με στόχο την αρετή ούτε με στόχο την άριστη ζωή ούτε είναι φανερό αν η παιδεία πρέπει να έχει στόχο της περισσότερο την άσκηση και την καλλιέργεια του νου ή τη διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα· αν ξεκινήσουμε από την εκπαίδευση που παρέχεται σήμερα, η έρευνά μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη σύγχυση και δεν είναι καθόλου φανερό αν η παιδεία οφείλει να επιδιώκει αυτά που είναι χρήσιμα για τη ζωή ή αυτά που οδηγούν στην αρετή ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση (γιατί όλες αυτές οι απόψεις έχουν βρει κάποιους υποστηρικτές)· και σχετικά με αυτά που οδηγούν στην αρετή δεν υπάρχει καμιά απολύτως συμφωνία (εξάλλου καταρχήν δεν έχουν όλοι την ίδια ιδέα για την αρετή που τιμούν· επομένως, είναι φυσικό να υποστηρίζουν διαφορετικές γνώμες και ως προς την άσκησή της).

    Είναι λοιπόν φανερό ότι (οι νέοι) πρέπει να διδάσκονται από τα χρήσιμα τα πιο απαραίτητα· όμως είναι φανερό ότι όχι όλα, δεδομένου ότι οι ασχολίες διακρίνονται σε αυτές που ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και σε αυτές που δεν ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και ότι από τα χρήσιμα πράγματα πρέπει να μαθαίνουν όσα δεν θα κάνουν αυτόν που τα μαθαίνει βάναυσο. Και πρέπει να θεωρούμε ότι είναι βάναυση αυτή η ασχολία και αυτή η τέχνη και η μάθηση, που κάνει το σώμα ή το μυαλό των ελεύθερων ανθρώπων ακατάλληλο για την άσκηση και τα έργα της αρετής.

    Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι σκοπός της παιδείας είναι να καταστήσει τον άνθρωπο ικανό να κατακτήσει και να υπηρετήσει τα έργα της «αρετής». Α) Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την άποψη αυτή; Β) Συζητήστε πώς θα μπορούσε, ή πώς θα έπρεπε, να είναι ένα ιδεώδες εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο θα θεωρούσε απαραίτητο στοιχείο του την ηθική διαπεδαγώγηση των εκπαιδευομένων.

    Επεξηγήσεις:

    Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την παιδεία κατεξοχήν δημόσιο, πολιτικό θέμα, το οποίο έπρεπε να έχει σε πρώτη προτεραιότητα η δημοκρατική πόλη-κράτος. Δέχεται, ωστόσο, ότι οι άνθρωποι της εποχής του, όπως και σήμερα, διαφωνούν για το ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο σπουδών σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα: άλλοι τονίζουν το ωφέλιμο της εκπαίδευσης, άλλοι το γνωστικό μέρος της εκπαίδευσης, και άλλοι το ηθικό της μέρος. Οι διαιρέσεις αυτές, ως μονοδιάστες, δεν ικανοποιούν τον Αριστοτέλη, ο οποίος επιλέγει τη μέση οδό. Υιοθετεί, έτσι, ένα πρότυπο παιδευτικής γνώσης το οποίο συνθέτει τη χρησιμότητα, την αναγκαιότητα, την επιστημονική αλήθεια με κυρίαρχο τον ηθοπλαστικό προσανατολισμό. Με άλλα λόγια, στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Αριστοτέλη έχει θέση και το χρήσιμο και η ελεύθερη απασχόληση και η επιστημοσύνη. Αυτό που αποκλείεται όμως είναι ό,τι θα έθιζε τον νέο άνθρωπο στην ευτέλεια και την ποταπότητα (το «βάναυσον ἔργον»).

    Πώς εκτιμάμε εμείς αυτή τη μέση λύση που προτείνει ο Αριστοτέλης; Μας φαίνεται εφικτή ή ανέφικτη σήμερα; ποιοι παράγοντες σήμερα καθορίζουν τα ιδεώδη και τις πρακτικές της σημερινής εκπαίδευσης; Μήπως είναι διαχωρισμένη σήμερα η παιδεία από την εκπαίδευση; Πώς είναι δυνατόν οι δύο αυτές έννοιες να συζευχθούν; Ποιο είναι κατά τη γνώμη μας και με βάση τις εμπειρίες μας ένα ιδεώδες εκπαιδευτικό σύστημα; Το σχολείο σήμερα είναι υποχρεωμένο να μεταδίδει στους μαθητές και ηθικές αρχές; Αν ναι, ποιες είναι ακριβώς αυτές οι αρχές; Οι ανταποκρίσεις και εδώ είναι ελεύθερες.

    ΘΕΜΑ 7:

    ΚΕΙΜΕΝΟ VII. Αρετή: μεσότης (Αρ. Ηθικ. Νικομ., 1106b)

    [...] Αν λοιπόν κάθε τέχνη εκπληρώνει σωστά το έργο της με αυτόν τον τρόπο, έχοντας δηλαδή στραμμένο το βλέμμα της προς το μέσον και κατευθύνοντας προς αυτό τα έργα της (γι’ αυτό και συνηθίζουν να λένε στο τέλος για τα ολοκληρωμένα έργα ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να αφαιρέσουμε ούτε να τους προσθέσουμε τίποτα, γιατί η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν την τελειότητα, ενώ η μεσότητα τη διασώζει, και οι καλοί τεχνίτες εργάζονται, όπως λέμε, έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο προς αυτό)˙ από την άλλη πάλι, αν η αρετή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από κάθε τέχνη, όπως ακριβώς και η φύση, (τότε) θα μπορούσε να έχει για στόχο της το μέσον. Και εννοώ την ηθική αρετή˙ γιατί αυτή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις και σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον.

    Για παράδειγμα, είναι δυνατόν κανείς και να φοβηθεί και να δείξει θάρρος και να επιθυμήσει και να οργιστεί και να ευσπλαχνιστεί και γενικά να ευχαριστηθεί και να δυσαρεστηθεί και σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό (από αυτόν που πρέπει), και τα δύο αυτά δεν είναι καλά· όμως το να αισθανθεί κανείς αυτά τη στιγμή που πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει και σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει και για τον λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, αυτό είναι το μέσον και το άριστο, το οποίο ακριβώς έχει σχέση με την αρετή. Όμοια και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον. Η αρετή λοιπόν αναφέρεται στα συναισθήματα και στις πράξεις, στα οποία η υπερβολή αποτελεί σφάλμα και κατακρίνεται, το ίδιο και η έλλειψη, ενώ το μέσον επαινείται και είναι το σωστό· και τα δύο αυτά έχουν σχέση με την αρετή. Επομένως, η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας, αφού βέβαια έχει για στόχο της το μέσον (μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου).

    Η αρετή στον Αριστοτέλη είναι μεσότητα. Α) Συζητήστε τα θετικά και αρνητικά σημεία της θέσης του αυτής. Β) Για εσάς τί ακριβώς είναι η «υπερβολή»; Γ) Ποια προβλήματα ανακύπτουν όταν προσπαθούμε να ορίσουμε μια πράξη ως «ηθική» ή έναν άνθρωπο ως «ηθικό χαρακτήρα»;

    Επεξηγήσεις:

    Στον Αριστοτέλη η αρετή, ως μεσότητα, οριοθετείται από τα δύο άκρα της, την υπεροβολή και την έλλειψη. Δες, για παράδειγμα, τον επόμενο πίνακα:

    Η ηθική, ωστόσο, αρετή (στον Αριστοτέλη υπάρχουν και οι λεγόμενες «διανοητικές» αρετές) δεν είναι αντικειμενική, και δεν μετριέται με ποσοτικά κριτήρια, αλλά είναι υποκειμενική. Η ηθική αρετή είναι κάτι που μαθαίνεται με την κατάλληλη αγωγή και εκπαίδευση. Η ηθική αρετή, λοιπόν, είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής και λογικής του ανθρώπου. Για να μπορεί, όμως, ο άνθρωπος να επιλέξει ελεύθερα και να σκεφτεί λογικά, για τη δική του προκοπή, λέμε ότι απαραίτητη είναι η αυτογνωσία. Μόνο αν κάποιος γνωρίζει καλά τον εαυτό του και μπορεί να εκτιμήσει τα όριά του, τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά του, μπορεί να φτάσει στην ηθική αρετή και στον προσδιορισμό του μέσου της. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη και δεν μπορεί να την κάνει ο άνθρωπος μόνος του, αλλά χρειάζεται την κατάλληλη αγωγή.

    Με βάση τα δεδομένα αυτά, συζητάμε αν υπάρχουν κάποια προβληματικά σημεία στη θέση του Αριστοτέλη για την ηθική αρετή, λ.χ. ο υποκειμενικός της χαρακτήρας. Προβληματιζόμαστε, επίσης, για το ποια κριτήρια θα θέσουμε για να χαρακτηρίσουμε μια πράξη ως υπερβολική, και πώς μπορούμε σήμερα να ορίσουμε έναν άνθρωπο ως ηθικό. Μπορούμε, δηλαδή, να τον ορίσουμε με αντικειμενικό τρόπο, ή οι ορισμοί μας αναγκαστικά θα είναι υποκειμενικοί;

    ΘΕΜΑ 8:

    ΚΕΙΜΕΝΟ VIII. Τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας: η ἕξις (Αρ. Ηθικ. Νικομ., 1103b.10)

    Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τις αρετές· δηλαδή κάνοντας όσα συμβαίνουν στις συναλλαγές μας με τους άλλους ανθρώπους γινόμαστε άλλοι δίκαιοι και άλλοι άδικοι, κάνοντας όμως όσα έχουν μέσα τους το στοιχείο του φόβου και συνηθίζοντας να αισθανόμαστε φόβο ή θάρρος, άλλοι γινόμαστε ανδρείοι και άλλοι δειλοί. Το ίδιο συμβαίνει και με όσα έχουν σχέση με τις επιθυμίες και με την οργή (μας)· άλλοι δηλαδή γίνονται σώφρονες και πράοι, ενώ άλλοι ακόλαστοι και οργίλοι, άλλοι με το να συμπεριφέρονται σ’ αυτά με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο και άλλοι με εκείνο τον τρόπο. Και με έναν λόγο λοιπόν από όμοιες ενέργειες διαμορφώνονται τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας (αἱ ἕξεις). Γι’ αυτό πρέπει να προσδίδουμε μια ορισμένη ποιότητα στις ενέργειές μας· γιατί σύμφωνα με τις διαφορές αυτών διαμορφώνονται και τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Δεν έχει λοιπόν μικρή σημασία το να αποκτούμε συνήθειες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την πιο μικρή μας ηλικία, αλλά έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ή μάλλον σημαίνει το παν.

    Η δύναμη της ἕξεως / συνήθειας στη ζωή των ανθρώπων αναγνωρίστηκε πρώτα από τον Αριστοτέλη. Ακόμα και σήμερα η συνήθεια παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Ωστόσο, κάποιες συνήθειες οδηγούν τους ανθρώπους σε μια δημιουργική ζωή και κάποιες τους αποπροσανατολίζουν, εγκλωβίζοντας τους σε εξαρτήσεις. Α) Συζητήστε κάποιες από τις προσωπικές και τις κοινωνικές/πολιτιστικές σας συνήθειες, και πείτε τι σημασία έχουν αυτές για εσάς μέσα στο πολιτιστικό περιβάλλον που ζείτε. Β) Εξηγήστε πώς είναι δυνατόν οι συνήθειες να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά τη ζωή μας/σας.

    Επεξηγήσεις:

    Η σημασία της συνήθειας/ «έξεως» αναγνωρίζεται σήμερα σε όλα τα επίπεδα της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής μας. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι, μέσω της «έξεως», αποκτάμε τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Εδώ καλούμαστε να συζητήσουμε τη διάκριση των «έξεων» σε θετικές και αρνητικές. Πρέπει, όμως, να είμαστε ειλικρινείς, και να εκφράσουμε ελεύθερα τις δικές μας, θετικές ή αρνητικές, συνήθειες, που μας οδηγούν σε κάθε είδους εξαρτήσεις. Μιλώντας γι’ αυτές, μπορούμε να δηλώσουμε τα χαρακτηριστικά τους, καθώς επίσης τα αποτελέσματα που έχουν για εμάς ή για το περιβάλλον στο οποίο ζούμε. Τόσο απλά…

     

    [1] Αναλυτικό υλικό είναι αναρτημένο σε κλειστή ομάδα του fb: https://www.facebook.com/groups/177673165975717/